ποδοψόφος

ποδοψόφος
-ον, Α
το αρσ. ως ουσ. ο ποδοψόφος
αυτός ο οποίος κρατούσε το ρυθμό στους αυλητές με παπούτσι που είχε στο κάτω μέρος δεμένη μια μεταλλική πλάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψόφος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. μεγαλό-ψοφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • МУЗЫКА —    • Musĭca (ars),          μουσική (τέχνη), иногда также musica, orum; τὰ μουσικά, как искусство муз вообще, охватывает гораздо большую сферу, чем то, что ныне называется М. К ней относится всякая духовная деятельность как научная, так и… …   Реальный словарь классических древностей

  • МУЗЫКА —    • Musĭca (ars),          μουσική (τέχνη), иногда также musica, orum; τὰ μουσικά, как искусство муз вообще, охватывает гораздо большую сферу, чем то, что ныне называется М. К ней относится всякая духовная деятельность как научная, так и… …   Реальный словарь классических древностей

  • ποδοψοφία — ἡ, Α [ποδοψόφος] ο θόρυβος τών ποδιών …   Dictionary of Greek

  • ποδοψόφιον — τὸ, Α [ποδοψόφος] η ποδοψοφία* …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”